Μάκρες

Μάκρες
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 217 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στις νοτιοανατολικές απολήξεις του όρους Ίδη, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • μακροπερίοδος — μακροπερίοδος, ον (Α) (για γραπτό λόγο) αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες, μακρές περιόδους αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται στον γραπτό λόγο μεγάλες, μακρές περιόδους …   Dictionary of Greek

  • μεσόβραχυς — μεσόβραχυς, υ (Α) (για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δύο μακρές, μία βραχεία, δύο μακρές συλλαβές, δηλ. ∪ . [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + βραχύς] …   Dictionary of Greek

  • παλιμβάκχειος — ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή ( U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια, Δυτική — (West Virginia).Πολιτεία (62.761 τ. χλμ., 1.801.916 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Συγκροτήθηκε το 1863 από τις κομητείες, που είχαν μείνει πιστές στην Ένωση, του δυτικού τμήματος της πολιτείας Βιρτζίνια (βλ. λ.), η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”